- μογγιλάλος
- μογγιλάλος, -ον (Α)μογιλάλος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μογγός, πιθ. κατά το μογιλάλος*).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μογγός — μογγός, όν (ΑΜ) βλ. μουυγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ αποκοπή από το σύνθ. μογγιλάλος*] … Dictionary of Greek
μουγγός — ή, ό (Μ μουγγός και μογγός, ή, όν) αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος νεοελλ. 1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος 2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.). επίρρ … Dictionary of Greek
παρθένιος — I Έλληνας ποιητής του 1ου αι. π.Χ. από τη Νίκαια. Το 73 π.Χ. είχε αιχμαλωτιστεί από τους Ρωμαίους στον πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη και είχε οδηγηθεί στη Ρώμη. Όταν τον άφησαν ελεύθερο, εργάστηκε εκεί και στη Νάπολη ως δάσκαλος. Στη Νάπολη είχε… … Dictionary of Greek